- ὀπτανός
- ὀπτᾰνός, ή, όν, (ὀπτάω)A roasted, opp.
ἑψανός, ἀπ' ὀβελίσκων ὀπτανά Sotad.Com.1.10
, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.151 ;τὰ ὀ.
meat for roasting,Arist.
Pr.923a21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἑψανός, ἀπ' ὀβελίσκων ὀπτανά Sotad.Com.1.10
, cf. Xenocr. ap. Orib.2.58.151 ;τὰ ὀ.
meat for roasting,Arist.
Pr.923a21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπτανός — ὀπτανός, ή, όν (Α) 1. ψητός, ψημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπτανά κρέας κατάλληλο για ψήσιμο στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + επίθημα ανός (πρβλ. εψ ανός, στεγ ανός). Για την εναλλαγή τών επιθημάτων με λ και ν στους τ. ὀπτα … Dictionary of Greek
ὀπτανά — ὀπτανός roasted neut nom/voc/acc pl ὀπτανά̱ , ὀπτανός roasted fem nom/voc/acc dual ὀπτανά̱ , ὀπτανός roasted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτανοί — ὀπτανός roasted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… … Dictionary of Greek
οπτάνιον — ὀπτάνιον και ὀπτανεῑον και ὀπτανήϊον, τὸ (Α) 1. τόπος όπου μαγειρεύουν, μαγειρείο 2. φούρνος, κλίβανος 3. ξηρό ξύλο για καύση, καυσόξυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός. Οι τ. ὀπτανεῖον και ὀπτανήϊον μπορούν να εξηγηθούν ως παρ. τού ὀπτανεύς, αν ο τ.… … Dictionary of Greek
οπτανάριος — ὀπτανάριος, ὁ (Α) αυτός που ψήνει, μάγειρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτανός «ψημένος», με τη λατ. κατάλ. άριος (< arius)] … Dictionary of Greek
οπτανεύς — ὀπτανεύς, ὁ (Α) [οπτανός] άτομο που εργάζεται σε μαγειρείο, μάγειρας … Dictionary of Greek
οπτανικός — ὀπτανικός, ή, όν (Α) [οπτανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οπτάνιον* ή στον οπτανέα ή στην όπτηση, ο ψηστικός … Dictionary of Greek